Δευτέρα 24 Αυγούστου 2015

Άρμα Αχιλλέως

ΑΧΙΛΛΕΙΟΝ

Στον Θαυμαστό κόσμο του Ομήρου

1. Το προοίμιο
«Η Ιλιάδα έχει δεκαπεντέμισι περίπου χιλιάδες (15.692) δακτυλικούς εξάμετρους στίχους. Στον πρώτο από αυτούς ο ποιητής γυρεύει από τη θεά να του ψάλει την μήνιν του Πηλείδη Αχιλλέα. Η λέξη μήνις είναι η πρώτη στο πρώτο ημιστίχιο, το δεύτερο το παίρνει ολόκληρο το όνομα του ήρωα που θύμωσε. Στους άλλους έξι στίχους που έχει το προοίμιο, επιγραμματικά σύντομο, δίνονται οι συνέπειες του θυμού —πολλών γενναίων ψυχές έστειλε στον Άδη κτλ. — και η πιο βαθιά αρχή των γεγονότων: η βουλή του Δία, που εκπληρωνόταν έτσι. Ο έβδομος στίχος έχει τα ονόματα των δύο αρχηγών που μάλωσαν, Ατρείδης άναξ ανδρών πρώτα και πλατιά ειπωμένο, δίος Αχιλλεύς ύστερα και σύντομα. Με το όνομα του Αχιλλέα, που τ' ακούμε για δεύτερη φορά, κλείνει το προοίμιο, αφού είπε όλα όσα χρειάζονταν: το θέμα, τους ήρωες, την πηγή αυτών που θα γίνουν.
[...] Μόνο ο Όμηρος, όπως μαθαίνουμε από τον Αριστοτέλη (Ποιητική 1459α 30), έβαλε στη βάση της ενότητας στη μεγάλη του διήγηση μια πράξη και γύρεψε να μας κάνει να δούμε όλη τη μακροχρόνια σειρά των γεγονότων του πολέμου μέσα από το πρίσμα της πράξης αυτής.»
(Κομνηνού-Κακριδή Ό.,  Σχέδιο και τεχνική της Ιλιάδας, σελ. 6-7)

2. Η έναρξη της δράσης

«Ο χρόνος της αφηγηματικής δράσης έχει τώρα προσδιορισθεί - θα ξεκινήσει με τη διένεξη των δύο ηρώων. Η αιτία της έριδας θα επισημανθεί για πρώτη φορά σε μιαν ερώτηση που απευθύνεται στη θεά: "Ποιος τάχα απ' τους θεούς τους έσπρωξε να μπούνε σ' τέτοια αμάχη;" [μτφρ. Ν. Καζαντζάκης -1. Κακριδής] (η ερώτηση προς τη Μούσα είναι στερεότυπο στοιχείο της επίκλησης, όπως βλέπομε στο Β 487). Ο ποιητής επιδέξια βοηθάει το ακροατήριό του να συλλάβει την παρούσα κατάσταση, με ένα άλμα στο μέλλον (= οργή του Απόλλωνος και λοιμός) και κατόπιν με επάνοδο στον παρόντα χρόνο, με ενδιάμεσο σημείο την αποπομπή του ιερέα από τον Αγαμέμνονα- η δράση ξεκινάει ανεπαίσθητα, καθώς ο ιερέας πλησιάζει τα ελληνικά πλοία.»
( Edwards M.W Όμηρος ο ποιητής της Ιλιάδας, εκδ. Καρδαμίτσα, σελ. 240-241)

3. Η σκηνή του Χρύση

«[...] Ο λόγος του Χρύση για μια στιγμή δείχνει πως πέτυχε το σκοπό του - όλοι οι Αχαιοί — στρατός και βασιλιάδες— επιδοκιμάζουν και φωνάζουν ότι πρέπει να σεβαστούν τον ιερέα και να δεχτούν τα λύτρα. [...] Ένας μόνο δε συμφωνεί, αυτός που το ζήτημα τον αγγίζει άμεσα, ούτε νιώθει την υποχρέωση να συμμορφωθεί με των άλλων τη γνώμη, ο Αγαμέμνονας. Τον βλέπουμε να ξεχωρίζει έντονα στους δύο στίχους που εισάγονται με τον "αλλά" (24 κ.) και βρίσκονται σε χτυπητή αντίθεση με τους προηγούμενους των Αχαιών. Το όνομά του ακούγεται για πρώτη φορά τώρα μαζί με το πατρωνυμικό του (24) σκεπάζοντας το μισό στίχο, τη στιγμή που ο ήρωας παρουσιάζεται σε όλη του τη δύναμη να καταφρονεί και τον ικέτη και το θεό του και τους Αχαιούς, βασιλιάδες και λαό (στ. 26-32). Χαρακτηριστική η αντίθεση του "κρατερού" αυτού λόγου με τον ήπιο του Χρύση. Μπροστά του ο Αγαμέμνονας δεν βλέπει τον ιερέα, που έχει χρέος να σεβαστεί, όπως οι Αχαιοί (23)- βλέπει τον αδύναμο, αξιοκαταφρόνητο γέρο (26). Και εκεί που ο Χρύσης είχε περιλάβει στο λόγο του τους Ατρείδες και τους Αχαιούς όλους, για να μιλήσει μόνο για μια στιγμή για τον εαυτό του (19), ο Αγαμέμνονας κλείνεται σ' έναν πιο στενό κύκλο - γι' αυτόν δεν υπάρχει άλλος από τον εαυτό του, τον αντίμαχό του και τη γυναίκα που τους έφερε αντιμέτωπους. [...] Με τον τελευταίο του λόγο ο Αγαμέμνονας γυρίζει στο Χρύση (32) - ο στίχος έρχεται σε συνειδητή αντίθεση με τον τελευταίο τον πρώτο λόγο 21): κρυφή απειλή εκεί, ανοιχτή απειλή εδώ. Ο Χρύσης ζητούσε να σεβαστούν έναν μεγάλο θεό - ο δεύτερος, πάντα προσωπικός, απαιτεί να πάψουν να τον ερεθίζουν. [...] Οι Αχαιοί έχουν βουβαθεί - ο αρχιστράτηγος τους δεν αξίωσε να τους αναφέρει ούτε με έναν λόγο, ούτε και έδωκε καμιά σημασία στη γνώμη τους. Χαρακτηριστική η αντίθεση της τωρινής βουβαμάρας τους με την επευφημία τους ύστερα από το λόγο τον Χρύση (22).»
(Κακριδής Ι.Θ., Προομηρικά..., σελ. 61 κ.εξ.)


4. «Και η βουλή γενόνταν του Κρονίδη»

«Σχετικά με την Ιλιάδα στέκει στην αρχή η φράση: Διός δ' έτελείετο βουλή [έτσι το θέλησε να γίνει τότε ο Δίας], και κατά κάποιον τρόπο αυτή η θέληση τον ύψιστου θεού αποτελεί πραγματικά τον απώτατο στόχο στην Ιλιάδα. Και όμως η Ιλιάδα δεν γίνεται γι' αυτό θεοκρατικό ποίημα-μέσα της ο κόσμος δεν υποβιβάζεται σε απλή σκηνή, όπου οι άνθρωποι δρουν σαν ανδρείκελα, υπακούοντας στα νοήματα ενός ανεξιχνίαστου σκηνοθέτη. Πώς γίνεται αυτό; Γίνεται επειδή ο ποιητής, όταν αποκαλύπτει τα μελλούμενα, δεν τα αποκαλύπτει μονομιάς. Διαβαθμίζει τους στόχους, και ο θεός φανερώνει τις προθέσεις του κομματιαστά, με προρρήσεις που αλληλοσυμπληρώνονται ως πολύ πέρα από τη μέση τον έπους- και πάλι, το τέλος μένει μυστικό. Άλλες θεϊκές δυνάμεις, που αγνοούν τις απώτερες προθέσεις τον Δία, κατευθύνουν στο μεταξύ τη δράση σε δρόμους που απομακρύνονται από τους καθορισμένους στόχους, ή και σημειώνουν υποχώρηση. Και συχνά η πορεία της υπόθεσης είναι έτσι οργανωμένη, ώστε να ανοίγονται παράπλευροι δρόμοι, που αν τους ακλουθούσε κανείς θα γλίτωνε πραγματικά τις συμφορές που πλακώνουν.
Όλα αυτά και μερικά άλλα ακόμη προσφέρουν στη δράση ενότητα και ποικιλία συνάμα, και προπαντός έχουν αποτέλεσμα να διατηρεί η δράση τον ανθρώπινο χαρακτήρα της. Πίσω από αυτή την "τεχνική" στέκει μια κοσμοθεωρία που βλέπει όσα συμβαίνουν στον κόσμο όπως είναι: στην ενεργητική τους πραγματικότητα — όχι ψύχραιμα, ανέλπιδα, και αποθεοποιημένα, σαν ένα ρεύμα από χειροπιαστές "πραγματικότητες", που η καθεμιά τους οδηγεί υποχρεωτικά στην επόμενη, ούτε όμως και ηθοπλαστικά σαν μια "ανώτερη τάξη" που με απόλυτη συνέπεια φανερώνεται στο καθετί και στο σύνολο. [.] Τίποτε δεν συμβαίνει γιατί έπρεπε ή γιατί κάποιος το ήθελε- το θεϊκό "πρέπει" και το ανθρώπινο "θέλημα" συμπλέκονται με τρόπο που να μην μπορεί κανείς να τα ξεχωρίσει. Έχουν παραμεριστεί όσα θα μπορούσαν να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι οι δρόμοι της δράσης είναι αυστηρά προκαθορισμένοι και αναλλοίωτοι- από τη υπόσταση όμως των πραγμάτων και τις ίδιες τις περιστάσεις, με το παιχνίδι των ορμών και των δυνάμεων, δημιουργείται αυτό που πρέπει να γίνει, και αυτό είναι το θεϊκό. Ο ποιητής κατόρθωσε κάτι το σπάνιο: να βιώσει τα κοσμικά γεγονότα χωρίς καμιά δογματική απλοποίηση. Τον κόσμο τον αντικρίζει τραγικά μαζί και με ευσέβεια- βλέπει ζωή και πραγματικότητα, βλέπει Ιστορία.»
Schadewaldt W., Από τον κόσμο και το έπος του Ομήρου, τομ. Β', σελ. 65-67

5. Το «θαυμαστό»

«Με τους θεούς έχει σχέση το "θαυμαστό" και το υπερφυσικό, που άφθονο το συναντάμε στα δύο έπη. Θαυμαστό ονομάζομε ό,τι γίνεται "καθ' υπέρβασιν" της φυσικής τάξεως και των φυσικών και λογικών νόμων, ό,τι λέμε θαύμα. [...] Το θαυμαστό, ανάλογα με το βαθμό του απίθανου και του αλόγου και την προέλευση, μπορούμε να το διακρίνουμε σε εκπληκτικό, όταν παρουσιάζει κάτι αξιοθαύμαστο, που ξαφνιάζει και προκαλεί την έκπληξη, και σε καθεαυτό θαυμαστό, που προξενεί κατάπληξη και δέος, και στο οποίο είναι φανερή η θεία επενέργεια. [...] Το θαυμαστό στον Όμηρο δεν είναι διακοσμητικό ή στοιχείο εξωτερικής τεχνικής, ούτε απλό στοιχείο ψυχαγωγίας, αλλά είναι συνυφασμένο με τα πράγματα και τις αντιλήψεις και το περιεχόμενο του ομηρικού κόσμου.»
 (Καλογεράς Β.Α., Αισθητική..., σελ. 39-46)


Μόνο ο Όμηρος, όπως μαθαίνουμε από τον Αριστοτέλη (Ποιητική 1459α 30), έβαλε στη βάση της ενότητας στη μεγάλη του διήγηση μια πράξη και γύρεψε να μας κάνει να δούμε όλη τη μακροχρόνια σειρά των γεγονότων του πολέμου μέσα από το πρίσμα της πράξης αυτής.»
ΜΟΝΟ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εδώ Ομηρούπολη Ονειρούπολη