Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Το Αστέρι του Αλέξανδρου

Ήλιος της Βεργίνας σε ανάγλυφο που απεικονίζει τον θεό Ήλιο στο άρμα του, αρχές 4ου αι. π.Χ, ναός Αθηνάς, Τροία

Ένα αστέρι γεννιέται ....

Ο Ήλιος της Βεργίνας (αλλιώς Άστρο της Βεργίνας) είναι ένα σύμβολο που απεικονίζεται σε χρυσή λάρνακα που βρέθηκε το 1977 σε Βασιλικό τάφο που αποδίδεται στην Μακεδονική Βασιλική Δυναστεία του Φιλίππου Β' και του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Από τον ήλιο της Βεργίνας διακρίνονται καθαρά οι δεκαέξι ακτίνες και ο ρόδακας. Φέρεται πάνω σε χρυσή Λάρνακα, που βρέθηκε στο Βασιλικό τάφο του Φιλίππου Β', από τον αρχαιολόγο Μανόλη Ανδρόνικο κατά τις ανασκαφές του 1977 στον αρχαιολογικό χώρο της Βεργίνας, στη Μακεδονία εξ ου και το όνομά του. Στην Λάρνακα της Ολυμπιάδος υπάρχει παραλλαγή του ήλιου της Βεργίνας με 12 ακτίνες.
Η σημασία του συμβόλου δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως. Διάφορες εκδοχές των αρχαιολόγων είναι ότι ήταν ηλιακό σύμβολο, σύμβολο της Μακεδονίας, έμβλημα της Ἀργεαδικής δυναστείας του Φιλίππου, ένα θρησκευτικό σύμβολο που αναπαριστά τους 12 Θεούς του Ολύμπου, ή ένα διακοσμητικό σχέδιο. Δεκαεξάκτινοι, δωδεκάκτινοι και οκτάκτινοι Ήλιοι παρουσιάζονται συχνά σε Μακεδονικά και Ελληνιστικά νομίσματα και ασπίδες της περιόδου αλλά και σε ευρήματα από τον ευρύτερο ελληνικό κόσμο (Μεγάλη Ελλάδα και Μικρά Ασία), ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ., καθώς και σε απεικονίσεις Αθηναίων οπλιτών αλλά και σε νομίσματα, από τη νησιωτική μέχρι την ηπειρωτική Ελλάδα, όπως στη Κέρκυρα, 5ος αιώνας π.Χ.,Λοκρίδα, 4ο αιώνας π.Χ.Πριν το 1977 το σύμβολο θεωρείτο απλά διακοσμητικό στοιχείο. Έπειτα από την ανακάλυψη του Ανδρόνικου το σύμβολο άρχισε να συσχετίζεται με τους Αρχαίους Μακεδόνες, παρ' όλη τη πρωτέρα διακοσμητική του χρήση στην Ελληνική τέχνη.
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Η χρυσή λάρνακα, στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Βεργίνας

Ο Αλέξανδρος του Φιλίππου
23- 30 Ιουλίου 356 πχ

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Αστέρια της Αθηνάς



Ο Ήλιος της Βεργίνας στην Ασπίδα της Αθηνάς. 


Το Αστέρι της Βεργίνας σε Μοριακή Κλίμακα 
Το γνωστό Μακεδονικό Σύμβολο της Δυναστείας του Φιλίππου, το δεκαεξάκτινο Αστέρι της Βεργίνας, έδωσε το έναυσμα σε Ερευνητική Ομάδα του Πανεπιστημίου Αθηνών, με επικεφαλής τον Καθηγητή Νίκο Χατζηχρηστίδη, να συνθέσει μεγαλομόρια (πολυμερή) με το ίδιο σχήμα. Οι οκτώ από τους δεκάξι κλάδους του αστεροειδούς αυτού πολυμερούς αποτελούνται από πολυστυρένιο (πλαστικό) ενώ οι υπόλοιποι οκτώ από πολυισοπρένιο (καουτσούκ). Η σύνθεση ενός τέτοιου μεγαλομορίου, που διήρκησε δύο χρόνια, πραγματοποιήθηκε με μια ειδικευμένη τεχνική, που εφαρμόζεται σε ελάχιστα Εργαστήρια στον κόσμο και έχει αναπτυχθεί από την Ερευνητική Ομάδα του Πανεπιστημίου Αθηνών. 

Η σημασία ενός τέτοιου υλικού εκτός από την ομοιότητά του με το Ελληνικό σύμβολο, είναι μεγάλη γιατί συνδυάζει τις ιδιότητες δύο διαφορετικών υλικών (πολυστυρένιο και πολυισοπρένιο) σε ένα μόριο. Λόγω της πρωτότυπης δομής τους, το υλικό αυτό εμφανίζει ξεχωριστές ιδιότητες με μεγάλο ενδιαφέρον τόσο από ακαδημαϊκή σκοπιά (μελέτη φυσικών νόμων που διέπουν τα μεγαλομόρια) όσο και σε επίπεδο εφαρμογών (συμβατοποίηση μιγμάτων πλαστικών, τροποποίηση επιφανειών κλπ).

Τα πολυμερή είναι μόρια μεγάλου μοριακού βάρους που αποτελούνται από μια ή περισσότερες επαναλαμβανόμενες δομικές μονάδες. Το μοριακό βάρος τέτοιων μεγαλομορίων κυμαίνεται από μερικές χιλιάδες ως εκατομμύρια. Για λόγους σύγκρισης, το νερό έχει μοριακό βάρος 18, η αλκοόλη 46 και η ζάχαρη 342.
Η παρασκευή πολυμερικών αλυσίδων που έχουν όλες το ίδιο περίπου μοριακό βάρος καθώς και η σύνδεση τους σε ένα κοινό κέντρο για το σχηματισμό της αστεροειδούς δομής είναι τα κυριότερα σημεία της πρωτοποριακής αυτής εργασίας.

Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

Θύρες Σοφίας

Χρυσελεφάντινες οι πόρτες του Παρθενώνα

Οι πόρτες του Παρθενώνα, από μοσχοβολιστό ξύλο κέδρου, που έκρυβαν το χρυσελεφάντινο άγαλμα της παρθένου και επέτρεπαν τη θέασή του ελάχιστες φορές, οι πόρτες που προστάτευαν τους θησαυρούς της αθηναϊκής δημοκρατίας (και αργότερα το χρήμα της αθηναϊκής συμμαχίας) θα πρέπει να ήταν περισσότερο εντυπωσιακές από ό,τι νομίζαμε μέχρι σήμερα.

Χρυσελεφάντινες οι πόρτες του Παρθενώνα
Και αν το ξύλο ως υλικό προσφέρεται για περίτεχνα σκαλίσματα αλλά όχι για κάτι πιο πολυτελές, υπήρχαν και το ασήμι, ο άργυρος και το ελεφαντόδοντο που θα έδιναν ένα λαμπερό αποτέλεσμα.
Οι περίφημες θύρες του προνάου και του οπισθονάου, ύψους 10μ και πλάτους 5 (κάτι λιγότερο από 50 τετραγωνικά, αφού θα πρέπει να υπολογίσουμε και τα ξύλινα θυρώματα) ήταν σίγουρα κατασκευασμένες από ξύλο και σίγουρα επενδεδυμένες με χρυσά ελάσματα, ίσως και με ασημένια, όπως συνέβαινε εκείνη την εποχή και σε άλλους ναούς ανά τον ελληνικό κόσμο. Δυο ερευνητές όμως, ο αρχαιολόγος Σπένσερ Πόουπ και ο ιστορικός τέχνης Πίτερ Σουλτς, δημοσίευσαν ένα άρθρο στο Αμερικανικό Περιοδικό Αρχαιολογίας (American Journal of Archaeology) και προτείνουν μια όντως ενδιαφέρουσα ιδέα: πως είχαν και ελεφαντόδοντο.
Η έρευνά τους ξεκίνησε όταν ανακάλυψαν πως μια από τις οικοδομικές επιγραφές του Παρθενώνα (έτος 434/433 π.Χ.) περιελάμβανε μεγάλη ποσότητα ελεφαντόδοντου, η οποία δεν σχετιζόταν με το χρυσελεφάντινο άγαλμα της παρθένου. Χίλιες τριακόσιες εβδομήντα δύο δραχμές είχαν διατεθεί για χρυσό και 1.305 και 4 οβολοί για ελεφαντόδοντο.
Χρυσελεφάντινες οι πόρτες του Παρθενώνα
Χορηγίες
Οι επιτροπές που χρηματοδοτούσαν και εύρισκαν χορηγίες για τον ναό και για το άγαλμα ήταν διαφορετικές. Επίσης, για να βγάζουμε και τα συμπεράσματά μας, λογοδοτούσαν δις κατ' έτος και απορροφούσαν όλα τα χρήματα που διέθεταν.
Μάλιστα, συγκέντρωναν τα ρινίσματα χρυσού και περίσσευαν και τα θραύσματα ελεφαντόδοντου και τα υπέβαλαν σε νέες επεξεργασίες. Τέλος, πωλούσαν όλα τα μηχανήματα μόλις τέλειωνε το έργο στο οποίο είχαν χρησιμοποιηθεί και δεν υπήρχε πια ανάγκη να τα κρατούν. Με τα ποσά αυτά, χρηματοδοτούσαν το οικονομικό πρόγραμμα.Από τις πόρτες και τα θυρώματα δεν έχει μείνει το παραμικρό στοιχείο και δεν έχουμε γραπτές μαρτυρίες, εκτός από όσες σώζονται σε επιγραφές. Σε μια από αυτές, του έτους 318/7 π.Χ. όταν δηλαδή ο Παρθενώνας είχε τελειώσει και ο Περικλής είχε προ πολλού πεθάνει, διαπιστώνεται ότι λείπουν 0,20 επί 0,22μ φύλλων χρυσού με τα οποία είχαν επενδυθεί γοργόνεια, κεφαλές λεόντων και κεφαλές ταύρων, καρφιά κ.ά.
Πολύ πιο εντυπωσιακές από ό,τι πιστεύαμε ήταν οι πόρτες του Παρθενώνα σύμφωνα με έρευνα, ενώ στο εσωτερικό, όπου φυλάγονταν οι θησαυροί της αθηναϊκής δημοκρατίας, δέσποζε το άγαλμα της Αθηνάς, δημιούρ
Πολύ πιο εντυπωσιακές από ό,τι πιστεύαμε ήταν οι πόρτες του Παρθενώνα σύμφωνα με έρευνα, ενώ στο εσωτερικό, όπου φυλάγονταν οι θησαυροί της αθηναϊκής δημοκρατίας, δέσποζε το άγαλμα της Αθηνάς, δημιούργημα του Φειδία


Με χρυσό και ίσως και με άργυρο επενδύονταν επίσης και διακοσμητικά στοιχεία στο ναό, όπως ρόδακες.

Ομηρική Αλχημεία

"Το σιδηρουργείου του Ηφαίστου", έργο του Ντιέγκο Βελάσκεθ.

Ένας χημικός διαβάζει Όμηρο


[...] Αλήθεια τι το ξεχωριστό θα μπορούσε να βρει στα έπη του Ομήρου ένας χημικός; Και τι θα παρουσίαζε κάποιο γενικότερο ενδιαφέρον; [...]

Πολλές αναφορές συναντά κανείς στα έπη του Ομήρου για τα δύο κυριότερα μέταλλα της εποχής του, το χαλκό και το σίδηρο, τα οποία ο άνθρωπος έχει ήδη μάθει να εξάγει από τα μεταλλεύματα τους, να τα λιώνει, να τα χύνει σε καλούπια, να τα σφυρηλατεί και να τα διαμορφώνει σε αντικείμενα [...]

Αν κρίνουμε από τη συχνότητα αναφορών, το πιο διαδεδομένο μέταλλο στην ομηρική εποχή πρέπει να ήταν ο χαλκός. Τα μεταλλεία του βρισκόταν κυρίως στην Κύπρο, στην οποία το μέταλλο οφείλει το λατινικό του όνομα (cuprum),καθώς και το συσχετισμό του από τους αλχημιστές με την Κύπρη, δηλαδή την Αφροδίτη. Από την Οδύσσεια μαθαίνουμε ότι χαλκός υπήρχε επίσης στην Ετρουρία, όπου σκόπευε να πάει ο ψευτο-Μέντης, για ν' ανταλλάξει με χαλκό το φορτίο σιδήρου του πλοίου του.

Στις πολυάριθμες συναντήσεις με το χαλκό, θα τον βρούμε συχνά ως διακοσμητικό-χρηστικό υλικό, οπότε είναι “θεσπέσιος”. Άλλοτε πάλι αναφέρεταιως πολεμικό-φονικό υλικό με την έννοια του όπλου, και χαρακτηρίζεται με τηπληθώρα επιθέτων, όπως κρύος, άσπλαχνος, κοφτερός, φοβερός κτλ. Ένας πολεμιστής, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, είναι “χάλκεος” ή “παγχάλκεος” ή “χαλκοχίτων”. Πραγματικά, οι “εύχαλκες” περικεφαλαίες, οι ασπίδες, οι ζωστήρες, οι κνημίδες και γενικά οι πανοπλίες ήταν δερμάτινες, με χάλκινη επένδυση. Όταν πρόκειται για θεϊκά όπλα, τα υλικά αναβαθμίζονται: συνήθως είναι χρυσός και άργυρος. Από την ανταλλαγή όπλων μεταξύ Γλαύκου και Διομήδη, όπου τα χρυσά έχουν αποτιμηθεί σε 100 βόδια και τα χάλκινα σε 9, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η αξία του χρυσού ήταν περίπου δεκαπλάσια από του χαλκού, ό,τι ισχύει δηλαδή και σήμερα.

Οι αιχμές των δοράτων, τα τσεκούρια ως όπλα, τα ασημοκάρφωτα σπαθιά και τα μαχαίρια ήταν κυρίως χάλκινα ενώ οι αιχμές των βελών ήταν σιδερένιες. Ακόμη, τα πλοία είχαν την πλώρη τους ντυμένη με φύλλα χαλκού. Στα χάλκινα αντικείμενα καθημερινής χρήσης αναφέρονται λέβητες, πανέρια και τρίφτες τυριού. Τα σύνεργα των χαλκιάδων περιγράφονται σε διάφορες ευκαιρίες να είναι φυσερά, τσιμπίδες, σφυριά και το αμόνι. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το χάλκινο σπίτι-εργαστήρι του Ήφαιστου, που θα έπρεπε να ανακηρυχθεί πατέρας ή μάλλον παππούς της ρομποτικής. Εδώ συναντούμε τα πρώτα μηχανικά αυτόματα: εκτός από τα φυσερά, υπάρχουν χρυσές υπηρέτριες-ρομπότ “που μοιάζουν ζωντανές” και τρίποδες λέβητες με ρόδες, προορισμένοι να τρέχουν από μόνοι τους στις συγκεντρώσεις των θεών!

Μορφές Θεών


σε  Ροές Μυθικών Ποταμών και Ωκεανών

Ο κόσμος και οι θεοί του Ομήρου ακολουθούν την παράδοση των λαών της ανατολικής μεσογείου . Ο άνθρωπος ανακαλύπτει τους θεούς μέσα από τον φυσικό κόσμο και φτιάχνει ένα Πάνθεων Θεών που προσεγγίζουν την ζωή , θεοί που μπορούν να ερωτεύονται να οργίζονται και να ομιλούν , θεοί που δημιουργούν και συνδέονται με σχέσεις γάμου και σχέσεις γονέα – τέκνου . 

Παρόλα αυτά οι Έλληνες μπόρεσαν και ‘δημιούργησαν’ μοναδικούς Θεούς , τα πρότυπα και τα ονόματα τους δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά προσεγγίζοντας τα επιφανειακά , και εδώ αρχίζει η παραδοξότητα που οδήγησε στην διαφορά με τους γειτονικούς λαούς . Το Ρωμαϊκό Πάνθεον δανείζεται και δημιουργεί ονόματα θεών με σαφή έννοια , από ετρουσκους και έλληνες , Diespiter / Mercurius , Juno ή Venus , οι Σουμέριοι έχουν τον Ενκι «κύριος του υποκόσμου» - Νινουρσάγκ «κυρία του βουνού , οι Βαβυλόνιοι είχαν τον Μαρδούκ «γιος του βουνού των θεών» , οι Αιγύπτιοι με την Ίσις «θρόνος» - Ωρος «ο άνω ευρισκόμενος».

Εν αντιθέσει τα ονόματα των Ελληνικών θεών είναι δύσκολο να ερμηνευθούν ετυμολογικά. 
Στον λαό όμως συναντούμε αρκετά ονόματα επιφανών πολιτών με σαφή σημασία π.χ. Θρασύβουλος «τολμηρός στην γνώμη» , Σιμών «με πλακουτσωτή μύτη» . 
Στα Ομηρικά ονόματα των ηρώων όμως πάλι δεν μπορούμε να δώσουμε μια σαφή ερμηνεία π.χ. Αγαμέμνων , Αχιλλεύς , Οδυσσεύς .

Η λέξη θεός είναι κατηγορούμενο , τα ονόματα δε των θεών υποκείμενα , οι ελληνικοί θεοί εμφανίζονται ως πρόσωπα και όχι σαν ετυμολογική ιδέα ή έννοια . 
Δεν αναφέρθηκαν ποτέ οι έλληνες στα κείμενα τους για τους θεούς με εκφράσεις και ιδέες όπως : αυτή η καταιγίδα είναι ο Ζευς ή το ότι η εμπειρία του ερωτισμού είναι η Αφροδίτη . 
Συναντάμε κατά κόρον όμως εκφράσεις όπως , « ο Ζευς Αστράφτει» ή «η Αφροδίτη χαρίζει τα κάλλη της» , η δομή της ελληνικής γλώσσας για τα έργα των θεών τους διαφοροποιεί από κάθε πρωτόγονη μορφή θεών της φύσης .

Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

Κατά Κίρκην

Κίρκη από Wright Barker (1889) .jpg

Wright Barker (1889)
Είδες ποτέ σου στο σκοτάδι να αστράφτουν τα μαχαίρια;


Ο Όμηρος είναι ή για τα μικρά παιδιά ή για τους πολύ γέροντες. Θα τον ακούσεις να παραμυθολογεί και θα σε δέσουν τα λόγια του, όπως σε δένουν μαύρα μάτια ή γαλανά, όταν δεν ξέρειςσχεδόν τίποτα ή όταν τα ξέρεις σχεδόν όλα.
Έλα να ιδούμε, λοιπόν, κάτω απ' αυτή τη διπλή οπτική του μικροσκοπίου και του τηλεσκόπιου τι λέει στην ιστορία της Κίρκης.
Το καράβι του Οδυσσέα με τους συντρόφους πλέει στα νερά,και βιγλίζει μακρυά τους ορίζοντες. Ξαφνικά φαίνεται στο ραντάρ του νησί. Πλησιάζουν γλαυκοπετώντας και λάμνοντας και το νησί μεγαλώνει. Μεγαλώνει, ωσό-που παίρνει το θώρι μιας ωραίας εξωτικής παραλίας.
- Τραβάτε και ιδέστε, τι είναι εκεί, λέει ο Οδυσσέας στους ναύτες. Γιομίστε τα τουλούμια με νερό. Πάρτε και στα φλασκιά κρασί, εάν βρείτε. Φέρτε και παξιμάδια, ανανάδες, καρύδες και ότι άλλο πετύχετε φαγώσιμο για το ταξίδι. Κι ελάτε να τραβήξουμε για τη μακρυνή Ιθάκη. Άειντε, και κάμετε σύντομα.
Οι σύντροφοι βαρκαρίζουνται στο νησί, κι ο βασιλιάς μένει επάνω στο καράβι φύλακας, συντηρητής, οικονόμος, και τεχνικός διαχειριστής.
Οι σύντροφοι προχωρούνε, ακροαστικά και ανιχνεύοντας, φτάνουν μπροστά σ' ένα παλάτι, και βλέπουν μια μάγισσα. Η Κίρκη είναι αυτή. Την πλησιάζουνε άφοβα, κι εκείνη τους ρωτάει το ποιος και το πώς, το πούθε, το γιατί και για που. Ακούει και μαθαίνει.
Ύστερα τους κοιτάει γλαρωτικά, σηκώνει μια ξαφνική βεργούλα, αγγίζει απάλαφρα τους συντρόφους στον ώμο και στον τράχηλο, κι αμέσως οι σύντροφοι γίνουνται χοίροι. Ένα γραμμόφωνο πιο πέρα παίζει κάποιο σημαδιακό ρεμπέτικο:
Τα δυο σον χέρια πήρανε βεργούλες και με δείρανε.
Οι σύντροφοι σκορπίζουνται δυο δυο, τρεις τρεις στην πρασινάδα  και στις βραγιές του κήπου, και αναματιάζουνται σαστισμένοι. Ύστερα, μ' ένα τρελό χοροπηδητό, αρχίζουνε να τρέχουν, να στέκουνται, να πηδάνε, και να γρυλλίζουν. Θέαμα ευτυχισμένο παραδείσου.
Λουτσάνε και στα νερά, κι όπου βρούνε λάσπη πάνε και χώνουν το μουσούδι τους, και κυλιούνται πανεύτυχα. Τα τρελαίνει η λάσπη τα γουρούνια, που λέει κι ο Δημόκριτος.
Ο Οδυσσέας περιμένει στο καράβι τους συντρόφους, αλλά οι σύντροφοι δεν έρχουνται. Μία, δύο, πέντε, δέκα ημέρες. Αδημονεί, συγχύζεται, κακοβάλνει. Κάποτε χάνει την υπομονή του. Ξεκινάει να πάει ο ίδιος στο νησί. Και πηγαίνει και βλέπει. Και βλέπει και θιαμάζεται. Και θια-μάζεται και δεν πιστεύει.
- Σε καλό μου, Ποσειδώνα! φωνάζει. Τι μού 'στειλες πάλι!
Τότε αντικρύζει και τη μάγισσα. Τα μάτια της είναι σκοτεινά της αστραπής. Σε μαρμαρώνουν. Ένα ρίγος νιώθει να κυλάει στη ράχη του, και ξαφνικά καταλαβαίνει. Δια μιάς συλλαβαίνει ολόκληρη την κατάσταση. Εποπτικά και ακαριαία, που λένε ο ψυχολόγοι της ενορατικής μάθησης. Ξιφουλκεί τότε, το μάτι του άγριο, και σκούζει στη μάγισσα.
- Πίσω, άτιμη, και σ' έφαγα. Τη Μπαναγία σου μέσα. Κάνε γρήγορα τους συντρόφους μου ανθρώπους! Γιατί σου παίρνω το κεφάλι με το σπαθί, όπως ο Περσέας τη Γοργόνα. Και δεν έχω και καθρέφτη.
Η Κίρκη πανικοβάλλεται, ξεφωνίζει αχ, ζαρώνει να αφανιστεί.Σηκώνει το μαγικό ραβδάκι, αγγίζει πάλι τους συντρόφους. Ένας-ένας αρχίζει να αναδύεται μέσα από το θαμπό βάθος του κόσμου των ζώων. Αγάλι-γάλι τα γουρούνια παίρνουν ν' αλλάζουν σουσούμια, μεταμορφώ-νουνται, ξαναγίνουνται άνθρωποι.
Ο βασιλιάς διατάζει τους ναύτες να στοιχηθούν τριάδες, πάντα με το σπαθί στο χέρι. Κοιτάει τη μάγισσα και η ματιά του έχει μεγάλη εξάντληση. Ψιθυριστά σχεδόν της λέει:
- Καημένη μου, σπολλάτη σου. Που δε σε κόβω λιανά λιανά με το γεντέκι, να σε ρίξω να σε φάνε τα ψάρια της πισίνας σου. Κι είσαι και γυναίκα. Είπε, και γυρίζει στους συντρόφους, και τους δίνει το
παράγγελμα: - Άντρες! εμπρός μαρς! ένα δύο, εν δυο! Παίρνει τους στρατιώτες του και ξεμακραίνει κατά το καράβι.
Αυτή είναι η ιστορία της Κίρκης. Και κάπως έτσι θα την διδάξουμε στους μαθητές μας οι δάσκαλοι. Στα παιδιά των δεκατριώ χρονών.

Τα φάρμακα στην αρχαία Ελλάδα



Πολυφάρμακος Κίρκη
  
Με τις πρώτες εκδηλώσεις ζωής επί της γης βρίσκουμε και αδιαμφισβήτητες μαρτυρίες ασθενειών. Η ασθένεια πάντοτε συνόδευε τη ζωή. Σκηνές χαραγμένες σε τοίχους σπηλαίων, σε βράχους, ο τρόπος ταφής των νεκρών κ.ά. αποτελούν μαρτυρίες για τον τρόπο αντιμετώπισης των ασθενειών.
Η αναζήτηση των φαρμάκων άρχισε από το περιβάλλον. Όπως και τα ζώα, ο πρωτόγονος άνθρωπος είχε πολύ ανεπτυγμένο το ένστικτο αυτοπροστασίας. Σταδιακά κυριάρχησε η παρατήρηση και ο συσχετισμός των θεραπευτικών μέσων με συγκεκριμμένες ασθένειες. Αναμφίβολα και η τύχη βοήθησε στην ανακάλυψη των φαρμάκων.
Θεωρώντας την θεραπευτική των πρωτογόνων σαν μια ενότητα, που διήρκεσε εκατοντάδες αιώνες πιστεύεται ότι αρχικά ήταν ενστικτώδης και εμπειρική, έπειτα έγινε δαιμονιακή και ανιμιστική και στην τελευταία φάση της υπήρξε μαγική και θεοκρατική. Θρησκεία και θεραπευτική συνδέθηκαν άρρηκτα σ΄ αυτή την τρίτη φάση και ήταν αποκλειστικά κτήμα των ιερέων. Η άγνοια και η φαντασία καλλιεργούμενη από τις εκάστοτε θρησκευτικές αντιλήψεις γέννησε τον φόβο και δημιούργησε την μαγική και συμπτωματική θεραπευτική. Για χιλιάδες χρόνια, η φαρμακευτική χρήση των φυτών περιορίστηκε σχεδόν αποκλειστικά στη θεραπεία πληγών και τραυμάτων, αφού όλες οι μη τραυματικές παθήσεις αποδίδονταν στις πράξεις των θεών.  Ταυτόχρονα πιστευόταν ότι, αφού τα φυτά ήταν δώρα των θεών, το σχήμα των φύλλων, των καρπών ή των ριζών τους ήταν ενδεικτικά του οργάνου του ανθρωπίνου σώματος, που μπορούσαν να θεραπεύσουν, π.χ. θεωρείτο αποτελεσματικό για τις πληγές από τρυπήματα το υπερικό (Hypericum perforatum L.), διότι τα φύλλα του είναι διάτρητα.
 Η θεοκρατική αντίληψη για την θεραπευτική υπήρχε σε όλους τους αρχαίους λαούς, ακόμη και στους αρχαίους Έλληνες την προϊπποκρατική περίοδο.
Η θεραπευτική των αρχαίων Ελλήνων εξελίχθηκε σε τρείς περιόδους:
Ι. Προϊπποκρατική περίοδο (3000 π.Χ.-5ο αιώνα π. Χ.): κατά τους τελευταίους αιώνες παρατηρείται μια αλλαγή θεώρησης της θεραπευτικής και οι θεοκρατικές απόψεις αντικαθίστανται από φιλοσοφικές αντιλήψεις.
ΙΙ. Ιπποκρατική (5ος-3ος πΧ. αιών): συμπίπτει με το απόγειο του ελληνικού πολιτισμού
ΙΙΙ. Αλεξανδρινή ή ελληνιστική  (3ος π Χ. αιών – 641 μ. Χ.). Σ’ αυτήν εντάσσεται και η ελληνο-ρωμαϊκή περίοδος (146 π. Χ., που υποτάχθηκε η Ελλάδα στους Ρωμαίους έως το 395 μ. Χ., που χωρίστηκε το ρωμαϊκό κράτος σε δυτικό και ανατολικό).
Για τη προϊπποκρατική περίοδο δεν υπάρχουν πολλές συστηματικές μαρτυρίες, αλλά περιοριζόμαστε σε έμμεσες πληροφορίες από επιγραφές, αναθηματικές πλάκες και από μη ιατρικά έργα, όπως τα Ομηρικά και τα Ορφικά έπη.
Στα Ορφικά έπη (6ος π. Χ. αιών) αναφέρονται ο κέδρος, το ψύλλιον (Plantago psylliumPlantaginaceae), ο κνίκος (Carthamus tinctoriusCompositae), η αγχούσα (Anchusa tinctoria L. – Boraginaceae), ο μανδραγόρας, η ανεμώνη κ.ά.
Στη Θεογονία του Ησίοδου (8ος π Χ. αιών) υπάρχει η πρώτη γραπτή αναφορά για την μήκωνα. Ήδη από τους υστερομινωικούς χρόνους ήταν γνωστή η χρήση του οπίου, όπως μαρτυρεί αγαλματίδιο, που ονομάσθηκε «η θεά των μηκώνων», δεδομένου ότι φέρει στην κεφαλή τρεις καρφίδες ομοιώματα των κωδιών.
Στα Ομηρικά έπη αναφέρονται αρκετά φυτά, όμως με ατελείς περιγραφές επειδή πιθανότατα ο Όμηρος ήταν τυφλός. Τα «ανδροφόνα ή θυμοφθόρα φάρμακα» ήταν δηλητηριώδη βότανα με τα οποία επάλειφαν τα βέλη ή δηλητηρίαζαν την τροφή. Τα «ήπια ή οδυνήφατα φάρμακα» ήταν τα παυσίπονα. Τα «λυγρά ή κακά φάρμακα» ήταν αυτά, που προκαλούσαν αμνησία. Πρόκειται για δρόγες με αντιχολινεργική δράση και εντονότατη ψυχοπληγική επίδραση. ΄Όπως φαίνεται, οι αρχαίοι Έλληνες ήδη από την προκλασσική εποχή γνώριζαν την επίδραση επί του ψυχισμού φυτών με αντιχολινεργικά αλκαλοειδή (πχ. τα Σολανώδη: DaturastramoniumAtropa belladonnaHyoscyamus niger), τα οποία προκαλούν αμνησία και παραλήρημα. Στην ραψωδία κ΄ της Οδύσσειας αναφέρεται ότι η Κίρκη χρησιμοποιούσε λυγρά φάρμακα, τα οποία έριχνε κρυφά σε ένα χυλώδες ρόφημα «τον κυκεώνα» (από Πράμνειο οίνο, κριθάλευρο και τριμμένο τυρί αιγός), στο οποίο προσέθετε και μέλι για να εξαλείψει την πικρή γεύση των φυτών και το προσέφερε στους συντρόφους του Οδυσσέα.
Το μώλυ (από το ρήμα μωλύω= αφανίζω, αδυνατίζω, παραλύω) ήταν το αντίδοτο των λυγρών φαρμάκων (που το έδωσε ο Ερμής στον Οδυσσέα για να αποφύγει την επίδρασή τους). Είχε μαύρη ρίζα και γαλακτόχροα άνθη, η δε εξόρυξή του ήταν δύσκολη. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί σχετικά με την ταυτότητα του φυτού. Κατά τον Θεόφραστο ένα ανάλογο φυτό με το μώλυ του Ομήρου εφύετο στην Κυλλήνη, αλλά η εκρίζωσή του ήταν εύκολη. Σύμφωνα με τον Sprengel, πρόκειται για το Allium nigrum  (κρόμμυον το μέλαν), όμως αυτό έχει ρόδινα άνθη.  Το μώλυ περιγράφεται και από τον Διοσκουρίδη, ο οποίος το αναφέρει ως αλεξιφάρμακον. Ο Πλίνιος εσφαλμένα θεώρησε το μώλυ ως μανδραγόρα. Κατά τον Matthiolus ήταν είδος κρομμύου. Άλλοι το θεώρησαν είδος σκόροδου (Λιναίος) ή το ταύτισαν με τον μέλανα ελλέβορο, ο οποίος έχει μαύρη ρίζα, άσπρα άνθη, εξορύσσεται δύσκολα και φύεται στα Ασιατικά παράλια. Κατά τον καθ. Εμμανουήλ τα μορφολογικά στοιχεία, που περιγράφει ο Όμηρος για το μώλυ προσομοιάζουν με αυτά της Frittilaria ή της Tulipa. Η πιο σωστή άποψη είναι να αναζητηθεί η ταυτότητα του φυτού σε κάποιο αντιχολινεργικό αντίδοτο, οπότε πρέπει να περιέχει αντιχολινεστεράση (πχ. γαλανθαμίνη, που θεραπεύει την αντιχολινεργική δηλητηρίαση από τα αλκαλοειδή του τροπανίου και υπάρχει σε υψηλά ποσοστά στο Galanthus nivalis).

Τρίτη 7 Απριλίου 2015

Ἀπόλογοι: Νέκυια


Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΟΝ ΑΔΗ JAN STYKA

ΟΤΑΝ Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ καὶ οἱ ἑταῖροι ἐπιστρέφουν ἀπὸ τὸν Ἅδη στὸ νησὶ τῆς Αἴας, ἡ Κίρκη στολισμένη ἔρχεται νὰ τοὺς προϋπαντήσει. Γιὰ νὰ χαλαρώσουν ἀπὸ τὴν ἀφύσικη προηγούμενη περιπέτειά τους, τοὺς καλεῖ σὲ ἀνα­κουφιστικὸ γεῦμα μὲ τὴν ἑπόμενη προσφώνηση: Σχέτλιοι, οἳ ζώοντες ὑπήλθετε δῶμ' Ἀΐδαο, / δισθανέες, ὅτε τ' ἄλλοι ἅπαξ θνήσκουσ' ἄνθρωποι (μ 21-2). Ἂν τὸ κατηγορούμενο σχέτλιοι παίζει ἀνάμεσα στὶς σημασίες «καρτερι­κός», «σκληρός», «ἀπόκοτος», τὸ ἅπαξ λεγόμενο στὸν Ὅμηρο ἐπίθετο δι­σθανέες σημαίνει ξεκάθαρα «δυὸ φορὲς ἀποθαμένοι» - ἡ δαιμονικὴ θεὰ ἐξηγεῖ μόνη της τὸν λόγο τῆς ἀνήκουστης αὐτῆς ἀποστροφῆς: οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι πεθαίνουν μιὰ φορά, ἐσεῖς δύο. Σ' αὐτὴν τὴ μοναδικὴ προσφώνη­ση τῆς Κίρκης συμπυκνώνεται τὸ βαθύτερο νόημα τῆς «Νέκυιας».

Ὁ Ὀδυσσέας δὲν εἶναι ὁ πρῶτος μήτε ὁ μόνος ποὺ κατέβηκε ζωντανὸς στὸν Ἅδη: τὸν πρόλαβε ὁ Ἡρακλῆς, ὅπως τὸ ὁμολογεῖ καὶ μόνος του στὸ τέλος τῆς ἑνδέκατης ραψωδίας, ἐντεταλμένος ἀπὸ τὸν Εὐρυσθέα νὰ φέρει στὸν πάνω κόσμο τὸν Κέρβερο - ἄθλος ἀκατόρθωτος, ποὺ τὸν κατόρθωσε ἐντούτοις ὁ Ἡρακλῆς μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἑρμῆ καὶ τῆς Παλλάδας Ἀθηνᾶς. Πασίγνωστη εἶναι ἡ κατάβαση καὶ τοῦ Ὀρφέα στὸν Ἅδη, λιγότερο γνωστὴ ἡ κάθοδος τοῦ Θησέα μὲ σύντροφό του τὸν Πειρίθοο. Μόνο ποὺ οἱ δύο αὐτὲς παραδόσεις εἶχαν ἄδοξο τέλος: ἡ Εὐρυδίκη ἐξανεμίζεται καθ' ὁδὸν ἀπὸ τὴν ἀνυπομονησία τοῦ Ὀρφέα· ἀντὶ νὰ φέρει στὸν πάνω κόσμο τὴν Περσεφόνη ὁ Θησέας, παγιδεύεται ὁ ἴδιος ἀπὸ τὸν Πλούτωνα στὸν κάτω κόσμο, ὅπου καὶ θὰ ἔμενε γιὰ πάντα, ἂν δὲν τὸν ἐλευθέρωνε ὁ Ἡρακλῆς -μοίρα ποὺ χτύπησε τὸν σύντροφο Πειρίθοο.

Τοῦ Ὀδυσσέα ὡστόσο ἡ φριχτὴ ἐπίσκεψη στὸν κόσμο τῶν νεκρῶν διαφέ­ρει ἀπὸ τὶς ὁμόλογές της τουλάχιστον ὡς πρὸς τὸ κίνητρο καὶ τὸν στόχο της: μὲ ἐντολὴ τῆς Κίρκης ἔρχεται ὁ ἥρωας στὸν Ἅδη, νὰ πάρει χρησμὸ ἀπὸ τὸν νεκρὸ πιά, ἀλλὰ κατ' ἐξαίρεση ἔμφρονα, μάντη Τειρεσία· νὰ μάθει τὸ τέλος τοῦ ἀσυντέλεστου ἀκόμη νόστου του. Πρόκειται γιὰ ἕνα εἶδος νεκρομαντεί­ας, ὅπου ὅμως νόστος καὶ θάνατος ἀνταλλάσσονται μεταξύ τους: γιὰ νὰ νοστήσει ὁ Ὀδυσσέας στὴν Ἰθάκη, πρέπει πρῶτα νὰ πεθάνει ζωντανὸς - νὰ γίνει δισθανής, ὅπως τὸ λέει ἡ Κίρκη.

Οι Πύλες του Άδη


Odysseus in Hades, William Russell Flint

Ταξίδι στον Άδη
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ στον Άδη ετοιμάστηκε από τους θεούς κρυφά, στα βάθη της Οδύσσειας, ενώ ο Οδυσσέας και οι αναγνώστες αγνοούσαν τι συνέβαινε. Η απόφαση ανήκει στον Δία, η Περσεφόνη συγκατανεύει, αφού στέλνει μέχρι τον λάκκο, ο οποίος είναι γεμάτος αί­μα, τον χορό των αρχαίων ηρωίδων, και η Κίρκη συμβου­λεύει και καθοδηγεί, έστω και από απόσταση.(63) Οι θεοί αποφασίζουν να αποκαλύψουν στον Οδυσσέα το πεπρω­μένο του, να του δείξουν το βασίλειο του θανάτου και μέ­σα απ' αυτόν, να το αποκαλύψουν στον «δεύτερο Όμηρο» και σ' όλους εμάς.
Ενώ αναχωρεί για τον Άδη, ο Οδυσσέας κλαίει και θέ­λει να πεθάνει, γιατί είναι ο πρώτος άνθρωπος που κάνει το ταξίδι στο βασίλειο των νεκρών. Όταν επιστρέφει, η Κίρκη τον στεφανώνει μ' έναν θριαμβικό χαιρετισμό:
Παράτολμοι,εσείς που ζώντες κατεβήκατε στον Αδη·
οι πεθαμένοι δυο φορές, όταν οι άλλοι μια φορά
πεθαίνουν.(64)
Κατά πάσα πιθανότητα η Κίρκη ψεύδεται. Γνωρίζει πολύ καλά ότι πριν από τον Οδυσσέα δύο άλλοι ήρωες εί­χαν κατέβει στον Άδη: ο Πειρίθους και ο Θησέας. Ο Πειρίθους ήθελε να παντρευτεί την Περσεφόνη και ο Θησέας τον συνόδευσε ως εκεί. Και οι δύο έφτασαν στα βάθη του Άδη και έλαβαν μέρος σ' ένα συμπόσιο, ως φιλοξενούμε­νοι, μαζί με τους θεούς του σκότους. Αλλά τους εξαπά­τησαν: ο Άδης τους έβαλε να καθίσουν στον θρόνο της Λησμονιάς (μια λέξη που ο Οδυσσέας θα αγαπούσε), όπου οι δύο ήρωες έμειναν «κολλημένοι, δεμένοι με οφιοειδή δεσμά». Ο Πειρίθους έμεινε φυλακισμένος για πάντα στον Άδη και στη Λησμονιά, ενώ ο Ηρακλής ξύπνησε τον Θησέα από τη λήθη και τον οδήγησε στην Αθήνα.(65)
Ένας ακόμη ήρωας κατέβηκε στον Άδη πριν από τον Οδυσσέα, ο Ηρακλής, αλλά αυτός, στην Οδύσσεια, είναι ταυτοχρόνως χθόνια και θεϊκή μορφή του Ολύμπου. Τον είχαν συνοδεύσει η Αθηνά και ο Ερμής κι έπρεπε να ελευθερώσει τον Θησέα και να δαμάσει τον Κέρβερο. Θύμα της ύβρεώς του, εισέβαλε βίαια στον Άδη με το σπαθί υψωμένο ενάντια στο φάσμα της Γοργούς, παραβιάζοντας τα μυστικά του σκότους. Ξύπνησε τον Θησέα και νίκησε τον Κέρβερο. Και στην Οδύσσεια επίσης, ο Ηρακλής κυ­ριεύεται από ασυγκράτητη βία. Όπως ο Απόλλωνας στην αρχή της Ιλιάδας, είναι «όμοιος με τη νύχτα»: σφίγγει το τόξο με το βέλος στη χορδή, φέρει στο στήθος του χρυσή ταινία στολισμένη με σκηνές θηρίων και φόνων, και τριγυρίζεται από ένα μονότονο σκούξιμο τρομαγμένων ί­σκιων.(66)
Το ταξίδι του Οδυσσέα είναι σύντομο. Σε λίγες ώρες, το καράβι αφήνει τις ακρότατες ανατολικές θάλασσες, μπαίνει στον Ωκεανό, περιπλέει το βόρειο τμήμα της σφαίρας και το βράδυ φτάνει στον Άδη.(67) Σχεδόν ολόκληρο το ταξίδι γίνεται κάτω από το προστατευτικό σημείο του Ω­κεανού: ο μέγας ποταμός, όμοιος με φίδι ουροβόρο (ouro-boros), που τυλίγει τη γη με την ασταμάτητη ροή του και την ποτίζει με τα νερά του. Έχει την αρετή της ζωής και της αιώνιας γονιμότητας. Κάθε βράδυ ο ήλιος πέφτει εκεί και κάθε αυγή ξαναβγαίνει, εκεί υψώνονται τα Ηλύσια Πεδία, η χώρα των Εσπερίδων και οι χώρες των Αιθιό­πων, όπου ο Ωκεανός στέλνει τους ανέμους και τις γονιμοποιητικές πνοές και κάνει να φυτρώσει μια πλούσια χλωρίδα. Μέσα από υπόγειες διαδρομές, τα νερά του τροφοδοτούν τις πηγές και τα ποτάμια, ταΐζουν τη γη, μας εξαγνίζουν και μας βαφτίζουν στην αρχέγονη ουσία. Και η αμβροσία ακόμη, η τροφή των θεών, προέρχεται από τον Ωκεανό και τα περιστέρια τη μεταφέρουν με το ράμ­φος τους στον Δία, προσφέροντας στους θεούς την αθα­νασία.(68)
Ο Οδυσσέας διατρέχει τον Ωκεανό και ενδεχομένως διακρίνει από μακριά τα Ηλύσια Πεδία, την εικόνα της ευτυχισμένης ύπαρξης, απ' την οποία εκείνος βρίσκεται τόσο μακριά. Διασχίζοντας τα νερά της αιώνιας γονιμότητας, φτάνει στο αντίθετό τους, στον Άδη, τον τόπο της στειρότητας και του απόλυτου θανάτου. Κατά τη δύση, το καράβι προσεγγίζει τη χώρα των Κιμμερίων, τυλιγμένη στην ομίχλη και στα αδιαπέραστα σύννεφα, όπου ο ήλιος δεν διεισδύει ποτέ. Ο Οδυσσέας άγγιξε το βασίλειο του «ολέθριου σκότους»(69) και μένει εκεί για μια νύχτα. Όταν πλησιάζει στον Άδη, καμιά φωτιά, κανένα φως δεν τον φωτίζει: βασιλεύει η έντονη μυρωδιά των φασμάτων και δεν αντιλαμβάνεται, δεν βλέπει τίποτε - ούτε τον Τει­ρεσία ούτε τη μάνα του, ούτε τον Αχιλλέα, τον Μίνωα ή τον Ωρίωνα, που βρίσκονται πιο πέρα. Μονό η αγάπη του Ομήρου για την αναληθοφάνεια του επιτρέπει να δει τα φάσματα και να μας μιλήσει γι' αυτά.
Κατ' αρχάς ο Οδυσσέας φτάνει κοντά στα δάση της Περσεφόνης και αντικρίζει τις λεύκες, ένα δέντρο χθό­νιο, και τις ιτιές, ένα φυτό στείρο, του οποίου οι καρποί δεν ωριμάζουν: στείρο, σαν το βασίλειο των νεκρών, ένα φυτό το οποίο, κατά την κλασική ιατρική, φέρνει το τέ­λος της ερωτικής επιθυμίας και τη διακοπή της κύησης.(70) Κοντά στα δάση της Περσεφόνης εκβάλλουν τα ποτάμια του Άδη: ο Αχέροντας, ο Πυριφλεγέθων, ο Κωκυτός, η Στύγα: το «ποτάμι του πόνου», το «ποτάμι που λάμπει σαν τη φωτιά», «το ποτάμι του παράπονου», «το ποτάμι του μίσους και της ανατριχίλας», που όλα χύνονται με πά­ταγο το ένα μέσα στ' άλλο. Κατά τη νυχτερινή επίσκεψη του Οδυσσέα πρέπει στο βάθος να φανταστούμε, αν και το κείμενο δεν κάνει κανέναν υπαινιγμό, τον εκκωφαντικό θόρυβο των νερών.
***
Στους μυημένους δείχνουν ένα στάχυ υψωμένο. Αυτή η ελευσίνια τελετουργία είναι ένα από τα σύμβολα του ελ­ληνικού και του χριστιανικού πολιτισμού, καθώς γύρω από τούτη την κίνηση συγκεντρώνονται οι φράσεις όλων των εποχών: «Από τους νεκρούς προέρχεται η θρέψη, η ανά­πτυξη και ο σπόρος»· «ο θάνατος για τους θνητούς δεν είναι κακό, αλλά αγαθό»· «εκείνο που σπέρνεις δεν ζωο-ποιείται, αν πριν δεν πεθάνει»· «αληθινά, αληθινά, σας λέω: εάν ο σπόρος του σταριού που πέφτει στη γη δεν πεθάνει, απομένει μόνος· αν αντιθέτως πεθάνει φέρει πο-
λύν καρπό».71 Όλα, στον λόγο κάθε εποχής και κάθε πο­λιτισμού, δοξάζουν τον κύκλο θάνατος-ανάσταση, κάτω από τον αστερισμό του οποίου γεννιέται η Δύση. Πρέπει να σαπίσουμε, σαν τους νεκρούς σπόρους, γιατί μόνο αν πεθάνουμε, από τη γη και από μας τους ίδιους θα ανα­πτυχθεί ο νέος σπόρος ο οποίος μας εξασφαλίζει τα σπέρ­ματα που έχουμε ανάγκη. Δίχως αυτή την παραδοχή και τη μεταμόρφωση του θανάτου, η Δύση δεν θα είχε μάθει την τέχνη της οδυνηρής και χαρούμενης μεταμόρφωσης. Η Ελευσίνα και οι ποιητές μας διαβεβαιώνουν ότι εκεί κάτω, μέσα στη νύχτα, υπάρχει μια νέα αρχή, μια ευτυ­χισμένη ζωή, μια ελπίδα κι ένα φως, ένα «μέγα φως», «ένα θαυμαστό φως», που φωτίζει τη νύχτα.
Αγνοούμε αν ο Όμηρος γνωρίζει αυτές τις εικόνες, ή ένα μέρος τους. Στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια δεν βρί­σκουμε ίχνη τους, αν και ο Όμηρος γνωρίζει πολλά πράγ­ματα στα οποία δεν αναφέρεται ούτε καν για να τα αρνη­θεί, ή αρνείται εντελώς την αναπαράστασή τους. Ο ποιη­τής έχει δύο αντιθετικές εικόνες για το πέραν του τάφου. Η πρώτη μας αποκαλύπτεται συνοπτικά από τον Πρω-τέα: μακριά, στα Ηλύσια Πεδία, εκτυλίσσεται η ίδια ζωή την οποία ο Ησίοδος τοποθετεί στις Νήσους των Μακά-ρων: κάποιοι ήρωες ζουν μια ευτυχισμένη και αθάνατη ζωή, σ' ένα νησί δίχως χειμώνα, βροχές και χιόνια, που γονιμοποιείται από τα νερά και τις ηχερές πνοές του Ωκε­ανού.72 Εκτός απ' την Ελένη, τον Μενέλαο και τον Ραδά-μανθυ, δεν ξέρουμε ποιος άλλος κατοικεί εκεί. Η δεύτε­ρη εικόνα είναι εκείνη που δίνεται στην ενδέκατη ραψω­δία της Οδύσσειας. Δεν υπάρχει ζωή, ούτε νέα αρχή, ούτε ευτυχία, ούτε φως, όπως μαθαίνουμε και από τις παραδό­σεις που βρίσκουν την υψηλότερη έκφραση τους στον Πίν-δαρο και τον Σοφοκλή. Ο Άδης, στον οποίο ο Οδυσσέας θα εισέλθει σε λίγο, είναι ο πλέον τρομακτικός τόπος που μπόρεσε ποτέ να παραστήσει η Δύση. Μόνο στειρότητα, ίσκιοι, σκότος, απολίθωση· ούτε καν ένα ελάχιστο ίχνος μνήμης ή ελπίδας, ούτε καν ένα ελάχιστο σημάδι ότι βρι­σκόμαστε στη διαδικασία του θανάτου και της ανάστα­σης. Το να φανταστεί κανείς ένα τοπίο φτιαγμένο μόνο από θάνατο είναι αδύνατο, γιατί η ανθρώπινη φαντασία είναι υποχρεωμένη να βάλει έστω και μια πινελιά φωτός. Ο Όμηρος όμως το κατορθώνει με μια τρομακτική συνέ­πεια.

Δευτέρα 6 Απριλίου 2015

Ηρακλέους Στήλας


Στήλαι  Αθλοφόρων Πολεμιστών

Στην ελληνική μυθολογία Ηράκλειες στήλες , (Ἡρακλέους στήλας), ήταν δύο στύλοι που είχε στήσει οΗρακλής όταν πήγε τα μήλα των εσπερίδων στον Ευρυσθέα
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι βρίσκονταν στην Ιβηρική χερσόνησο και στο σημερινό Γιβραλτάρ. Εκεί πίστευαν ότι ήταν η άκρη του κόσμου. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα  στο στόμιο του πορθμού που βρίσκονταν οι στήλες υπήρχε μεγάλο νησί δίνοντας αρκετές πληροφορίες για αυτό, κάνοντας μερικούς ερευνητές σήμερα να πιστεύουν ότι ήταν η χαμένη Ατλαντίδα. Οι στήλες του Ηρακλή , γνωστές και ως Ηράκλειες Στήλες, είναι ίσως οι παλαιότερες φρυκτωρίες. Τις στήλες αυτές τις έστησε στις δύο κωμοπόλεις που έχτισε ο ίδιος ο Ηρακλής στις δύο αντικριστές ακτές του σημερινού Γιβραλτάρ. Η μία ήταν στη Αβύλη, στην πλευρά της Αφρικής, και η άλλη στα Γήδειρα στην πλευρά της Ευρώπης. Η επικρατέστερη άποψη δηλαδή για το τι ακριβώς ήταν οι Ηράκλειες στήλες είναι πως πρόκειται για φάρους που ειδοποιούσαν τα πλοία για το σημείο από το οποίο έπρεπε να στρίψουν ώστε να μπουν από τον Ατλαντικό Ωκεανό στην Μεσόγειο και ακόμη ότι αυτοί οι φάροι είχαν και ρόλο φρυκτωριών. Κατά τον Όμηρο άλλωστε οι στήλες αυτές ήταν σημάδι για το τέρμα των δύο ηπείρων και τις αποκαλεί χαρακτηριστικά ως πύλες του ωκεανού ή Τηλέτυπο. Τις στήλες αυτές αναφέρουν και αρκετοί αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς, όπως ο Ησίοδος, ο Ηλιόδωρος, ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, ο Διόδωρος και ο Στράβων (1500 χρόνια αργότερα).
Τόσο σημαντικός από άποψη στρατηγικής, χρηστικής και ιστορικής σημασίας ήταν ο ρόλος των Ηράκλειων στηλών που οι σύγχρονοι Ισπανοί και Πορτογάλοι, μιλώντας περήφανα για την ελληνική επιρροή της εποχής, προβάλουν ως σημαντικό μουσειακό μνημείο τους πύργους αυτούς. Αξίζει έτσι να σημειωθεί πως ένας από αυτούς του πύργους, που βρίσκεται στην σημερινή πόλη Κορούνα του Βισκαϊκού κόλπου, διατηρεί ζωντανή την παράδοση που τον συνέδεε. Συγκεκριμένα, κατά την παράδοση η πόλη είναι συνώνυμη με την ντόπια μυθική πριγκίπισσα, φίλης του Ηρακλή, με τον οποίο γέννησε το γενάρχη των Ισπανών Hispalo. Μάλιστα σύμφωνα με το αρχαιότερο βιβλίο τους (Argos Divina), ο αρχικός πύργος ερειπώθηκε από διάφορους επιδρομείς και ξαναχτίστηκε την εποχή του Αύγουστου Καίσαρα , ως οχυρό των Ρωμαίων, παρατηρητήριο και τηλεπικοινωνιακό φρυκτώριο. Η ελληνική προέλευση του πύργου της Κορούνα επιβεβαιώνεται και από την σημερινή ονομασία του , Torre d' Herculus. Οι Ισπανοί τιμώντας την ιστορία τους, τιμούσαν τις αρχαίες αυτές ελληνικές στήλες βάζοντας τες ως παραστάσεις στα ισπανικά σκούδα και τάλιρα που λέγονταν κολονάτα.ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

.]πᾶσαν Εὐρώπην καὶ Ἀσίαν, ἔξωθεν ὁρμηθεῖσαν ἐκ τοῦ Ἀτλαντικοῦ πελάγους. τότε γὰρ πορεύσιμον ἦν τὸ ἐκεῖ πέλαγος· νῆσον γὰρ πρὸ τοῦ στόματος εἶχεν ὃ καλεῖτε, ὥς φατε, ὑμεῖς Ἡρακλέους στήλας, ἡ δὲ νῆσος ἅμα Λιβύης ἦν καὶ Ἀσίας μείζων, ἐξ ἧς ἐπιβατὸν ἐπὶ τὰς ἄλλας νήσους τοῖς τότε ἐγίγνετο πορευομένοις, ἐκ δὲ τῶν νήσων[...] Πλάτων, Τίμαιος [24]